μεταγράφω

μεταγράφω
μεταγρᾰφ-ω,
A copy, transcribe,

αὖθις μ. πάλιν E.

lA 108, cf. Luc.Ind.4, SIG1020.1 (Halic., i B. C.); τὰ μεταγραφόμενα, of hieroglyphics, D.S.3.4; rewrite, alter or correct what one has written, Th.1.132; esp. of a public document, X.HG6.3.19; μεταγράψαι ἀντὶ τοῦ Σκιαθίου, ὅπως ἂν ᾖ γεγραμμένον . . τὸν Παλαισκιάθιον" IG12.118.28;

Μιλτιάδου καὶ Θεμιστοκλέους εἰκόνας εἰς Ῥωμαῖόν τε ἄνδρα καὶ Θρᾷκα μετέγραψαν Paus.1.18.3

; μ. νόμον, etc., tamper with it, Din.1.42, cf. Isoc.17.32 ([voice] Pass.); in a trial, alter the record, D.21.85;

τἀναντία ταῖς διαθήκαις μεταγραφῆναι Is.4.13

.
2 translate,

ἐς τὸ Ἑλληνικόν Luc.Hist.Conscr.21

:—[voice] Med., τὰς ἐπιστολὰς μεταγραψάμενοι ἐκ τῶν Ἀσσυρίων γραμμάτων having got them translated, Th.4.50.
3 in book-keeping, transfer to another account, PHib.1.111.14 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταγράφω — copy pres subj act 1st sg μεταγράφω copy pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγράφω — μεταγράφω, μετέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …   Dictionary of Greek

  • μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγεγραμμένα — μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc pl μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc/acc dual μεταγεγραμμένᾱ , μεταγράφω copy perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγράψει — μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg (epic) μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg μεταγράφω copy fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγράψῃ — μεταγράφω copy aor subj mid 2nd sg μεταγράφω copy aor subj act 3rd sg μεταγράφω copy fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγεγραμμένον — μεταγράφω copy perf part mp masc acc sg μεταγράφω copy perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφομένων — μεταγράφω copy pres part mp fem gen pl μεταγράφω copy pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφέντα — μεταγράφω copy aor part pass neut nom/voc/acc pl μεταγράφω copy aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγραφέντων — μεταγράφω copy aor part pass masc/neut gen pl μεταγράφω copy aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”